τυροποιΐα

τυροποιΐα
η сыроварение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τυροποιΐα" в других словарях:

  • τυροποιίᾳ — τυροποιίᾱͅ , τυροποιία cheese making fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροποιία — η, Ν [τυροποιός] τυροκομία …   Dictionary of Greek

  • τυροποιίας — τυροποιίᾱς , τυροποιία cheese making fem acc pl τυροποιίᾱς , τυροποιία cheese making fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροποιίαν — τυροποιίᾱν , τυροποιία cheese making fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυρεία — ἡ, ΜΑ [τυρεύω] μσν. μτφ. πανουργία αρχ. 1. τυροποιία («γάλα χρήσιμον εἰς τυρείαν», Αριστοτ.) 2. τόπος όπου παρασκευάζεται τυρί 3. είδος πιεστηρίου τυριού 4. προσφορά τυριού …   Dictionary of Greek

  • τυροποιϊκός — ή, όν, Α [τυροποιός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τυροποιία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»